αποθλιβω

αποθλιβω
    ἀποθλίβω
    ἀπο-θλίβω
    (ῑ)
    1) выжимать, выдавливать
    

(ὕδωρ ἔκ χαίτης Anacr.; ἐκ βοτρύων οἶνον Diod.)

    2) оттеснять
    

(τὸ αἶμα Arst.; τῆς οἰκείας χώρας Luc.; τὸν ἀέρα Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αποθλιβω" в других словарях:

  • αποθλίβω — (AM ἀποθλίβω) 1. βγάζω τον χυμό με συμπίεση, στείβω 2. αρμέγω αρχ. 1. πιέζω δυνατά 2. ωθώ προς τα πίσω 3. εκδιώκω, εκτοπίζω 4. στενοχωρώ, φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση 5. αχρηστεύω συμπιέζοντας (τους όρχεις), ευνουχίζω κάποιον …   Dictionary of Greek

  • ἀποθλῖψαι — ἀποθλίβω squeeze out aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποθλῖψαν — ἀποθλίβω squeeze out aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποθλίβῃ — ἀποθλί̱βῃ , ἀποθλίβω squeeze out pres subj mp 2nd sg ἀποθλί̱βῃ , ἀποθλίβω squeeze out pres ind mp 2nd sg ἀποθλί̱βῃ , ἀποθλίβω squeeze out pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποθλίψει — ἀπόθλιψις pressing fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποθλίψεϊ , ἀπόθλιψις pressing fem dat sg (epic) ἀπόθλιψις pressing fem dat sg (attic ionic) ἀποθλί̱ψει , ἀποθλίβω squeeze out aor subj act 3rd sg (epic) ἀποθλί̱ψει , ἀποθλίβω squeeze out fut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποθλίψω — ἀποθλί̱ψω , ἀποθλίβω squeeze out aor subj act 1st sg ἀποθλί̱ψω , ἀποθλίβω squeeze out fut ind act 1st sg ἀποθλί̱ψω , ἀποθλίβω squeeze out aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποθλίψῃ — ἀποθλίψηι , ἀπόθλιψις pressing fem dat sg (epic) ἀποθλί̱ψῃ , ἀποθλίβω squeeze out aor subj mid 2nd sg ἀποθλί̱ψῃ , ἀποθλίβω squeeze out aor subj act 3rd sg ἀποθλί̱ψῃ , ἀποθλίβω squeeze out fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτεθλιμμένα — ἀποτεθλῑμμένα , ἀποθλίβω squeeze out perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀποτεθλῑμμένᾱ , ἀποθλίβω squeeze out perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀποτεθλῑμμένᾱ , ἀποθλίβω squeeze out perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναποθλίψει — ἐναποθλί̱ψει , ἐν ἀποθλίβω squeeze out aor subj act 3rd sg (epic) ἐναποθλί̱ψει , ἐν ἀποθλίβω squeeze out fut ind mid 2nd sg ἐναποθλί̱ψει , ἐν ἀποθλίβω squeeze out fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαποθλίψατε — προσαποθλί̱ψατε , πρόσ ἀποθλίβω squeeze out aor imperat act 2nd pl προσαποθλί̱ψατε , πρόσ ἀποθλίβω squeeze out aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναποθλίβουσιν — συναποθλί̱βουσιν , σύν ἀποθλίβω squeeze out pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συναποθλί̱βουσιν , σύν ἀποθλίβω squeeze out pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»